κατάξηρος

κατάξηρος
και κατάξερος, -η, -ο (AM κατάξηρος, -ον)
εντελώς ξηρός
νεοελλ.
μτφ. μόνος, χωρίς συγγενείς και φίλους, ολομόναχος («τώρα που έφυγαν τα παιδιά του έμεινε κατάξερος μέσα στο έρημο σπίτι»)
αρχ.
1. ναρκωμένος, αναίσθητος, χωρίς σφρίγος («νυνὶ δὲ ἡ ψυχἠ ἡμῶν κατάξηρος», ΠΔ)
2. (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει επιθυμία ή ζήλο για κάτι («καταξήρους πρὸς τὴν τῆς παιδείας ἐπιμέλειαν», Πλούτ.)
επίρρ...
κατάξερα (Α καταξήρως)
εντελώς ξερά, εντελώς στεγνά
αρχ.
μτφ. με ασκητικό τρόπο («τῷ ἀσκητικῷ βίῳ καταξήρως προσέχοντες», Ιππόλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατάξηρος — very dry masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταξήρως — κατάξηρος very dry adverbial κατάξηρος very dry masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάξηρον — κατάξηρος very dry masc/fem acc sg κατάξηρος very dry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταξήροις — κατάξηρος very dry masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταξήρου — κατάξηρος very dry masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταξήρους — κατάξηρος very dry masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταξήρων — κατάξηρος very dry masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταξήρῳ — κατάξηρος very dry masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάξηρα — κατάξηρος very dry neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάξηροι — κατάξηρος very dry masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”